- συγγιγνώσκω
- ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω](η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, -η, -οναπό κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτόςαρχ.1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον3. μυούμαι στη γνώση ενός πράγματος μαζί με άλλους4. (κατ' επέκτ.) παίρνω μέρος σε συνωμοσία μαζί με κάποιον άλλο5. αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ6. παραχωρώ7. συμπεραίνω κάτι από τα δεδομένα («ἐκ πολλῶν... συνεγνωκυῑα θεσφάτων ὅτι βασιλεῡσαι... εἵμαρτο», Διον. Αλ.)8. έχω τα ίδια αισθήματα με κάποιον άλλο9. συγχωρώ κάποιον («αἰτιᾷ τὸν κλέπτοντα καὶ ἁρπάζοντα, καὶ οὐ συγγινώσκεις, ἀλλὰ κολάζεις», Ξεν.)10. απόλ. ομολογώ το σφάλμα μου, μετανιώνω11. φρ. «συγγιγνώσκω ἐμαυτῷ» — έχω συναίσθηση, συνείδηση ότι... (Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.